ἐλαιήεις

ἐλαιήεις
ἐλαι-ήεις, [dialect] Att. [suff] ἐλαι-άεις, εσσα, εν,
A of the olive-tree,

φλοιός Nic.Th.676

, etc.; planted with olives,

ἐλαιήεντες ἄρουραι IG14.1389i50

.
II oily,

νηδύς S.Fr.457

; full of oil, Nonn.D.5.226.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαιήεις — ἐλαιήεις, εσσα, εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά 2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο 3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός 4. ο γεμάτος λάδι …   Dictionary of Greek

  • ἐλαιήεντα — ἐλαιήεις of the olive tree neut nom/voc/acc pl ἐλαιήεις of the olive tree masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιήεντες — ἐλαιήεις of the olive tree masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιήεντος — ἐλαιήεις of the olive tree masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”